συκαμινιά

συκαμινιά
η / συκαμινέα, ΝΜΑ, και σ(υ)καμιά και σ(υ)καμνιά Ν, και συκαμενέα και συκάμεινα Α
η συκάμινος, η μουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, συκ-έα). Ο νεοελλ. τ. συκαμινιά με συνίζηση (πρβλ. μηλ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ντουτιά — η [ντούτι] μουριά, συκαμινιά …   Dictionary of Greek

  • συκάμεινα — ἡ, Α βλ. συκαμινιά …   Dictionary of Greek

  • συκαμίνινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκάμινο 2. κατασκευασμένος από συκαμινιά («συκαμίνινον πλοῑον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • συκαμενέα — ἡ, Α βλ. συκαμινιά …   Dictionary of Greek

  • συκαμινέα — Όνομα τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (273 κάτ., υψόμ. 300 μ.) στην επαρχία Μήθυμνας του νομού Λέσβου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (8 τ. χλμ., 426 κάτ.) στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Συκαμινέας (153… …   Dictionary of Greek

  • Παπά, Κατίνα — (1903 – 1959). Ελληνίδα πεζογράφος. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, σημαντικότερα από τα οποία θεωρούνται τα εξής: Στη συκαμινιά από κάτω (1938), που της χάρισε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, Αν άλλαζαν όλα (1948), και το μυθιστόρημα Σ’ ένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”