ντουτιά — η [ντούτι] μουριά, συκαμινιά … Dictionary of Greek
συκάμεινα — ἡ, Α βλ. συκαμινιά … Dictionary of Greek
συκαμίνινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκάμινο 2. κατασκευασμένος από συκαμινιά («συκαμίνινον πλοῑον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
συκαμενέα — ἡ, Α βλ. συκαμινιά … Dictionary of Greek
συκαμινέα — Όνομα τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (273 κάτ., υψόμ. 300 μ.) στην επαρχία Μήθυμνας του νομού Λέσβου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (8 τ. χλμ., 426 κάτ.) στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Συκαμινέας (153… … Dictionary of Greek
Παπά, Κατίνα — (1903 – 1959). Ελληνίδα πεζογράφος. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, σημαντικότερα από τα οποία θεωρούνται τα εξής: Στη συκαμινιά από κάτω (1938), που της χάρισε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, Αν άλλαζαν όλα (1948), και το μυθιστόρημα Σ’ ένα … Dictionary of Greek